- περιτρέχειν
- περιτρέχωrun round and roundpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ристать — ристаю, рищу бежать , ристалище место для состязаний в беге, скачек , укр. ристь рысь , др. русск. ристати, рищу бегать, быстро ходить; скакать, прыгать , ст. слав. ристати, риштѫ περιτρέχειν (Супр.). Связано чередованием гласных с польск.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
περισοβώ — έω, Α 1. απομακρύνω, διώχνω κάποιον ή κάτι ολόγυρα, κάνω να περιέλθει κάτι γρήγορα γύρω γύρω, περιφέρω (α. «παῑ, ταχὺ τὸ πρῶτον περισόβει αὐτοῑς ποτήριον ἀκράτου», Μέν. β. «ἐς τοὺς ἄλλους συνεχῶς περιεσοβεῑτο ἡ κύλιξ», Λουκιαν.) 2. περιτρέχω,… … Dictionary of Greek